- νησίδιον
- νησ-ίδιον, τό, Dim. of νῆσος,A islet, Th.6.2, Arist.Mir.832a24, Str. 2.5.30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νησίδιον — islet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησιδίοις — νησίδιον islet neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησιδίου — νησίδιον islet neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησιδίων — νησίδιον islet neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησιδίῳ — νησίδιον islet neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησίδια — νησίδιον islet neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
NARTHECIS — parva insula prope Samum, Strabo et Steph. Narthex Suidoe, sic enim ille, Νάρθηξ νησίδιον ἐγγύς φασι Σάμου εν δεξιᾷ, τοῖς προσπλέουσι … Hofmann J. Lexicon universale
νησίδιο — το (Α νησίδιον) [νήσος] (υποκορ. τού νήσος) νησίδα, νησάκι νεοελλ. 1. μεγάλος βράχος που εξέχει από την επιφάνεια τής θάλασσας 2. ανατ. σωμάτιο ή σύνολο κυττάρων με ειδική λειτουργία μέσα στον οργανισμό 3. φρ. «νησίδια τού Λάνγκερχανς» (ανατ.… … Dictionary of Greek
νησιδίωι — νησιδίῳ , νησίδιον islet neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)